πολυκοιτάζω

πολυκοιτάζω
Ν
1. κοιτάζω συχνά κάποιον ή κάτι («τήν πολύ κοιτάζει τώρα τελευταία»)
2. κοιτάζω προσεκτικά κάτι («τό αγόρασα χωρίς να τό πολυκοιτάξω»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”